- ομιλία
- η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη)1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία»)2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῑς ἰδιωτικαῑς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)3. εκκλ. το είδος τού κηρύγματος που συνδέεται στενά με συνεχές κείμενο ή περικοπή τής Αγίας Γραφήςνεοελλ.1. προφορική ανακοίνωση, υπόμνηση2. λαλιά, μιλιά, φωνή3. ο τόνος τής φωνής, η προφορά («από την ομιλία φαίνεται ότι είναι ξένος»)4. γλωσσ. η εξωτερική πραγμάτωση ή εφαρμογή τής όλης γλωσσικής έκφρασης τού ανθρώπου, σε διάκριση από την εσωτερική πλευρά της, που είναι ο λόγος5. στον πληθ. οι ομιλίεςείδος λαϊκού θεάτρουαρχ.1. συναναστροφή («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», Ευρ.)2. σχέση, επαφή με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, Ηρόδ.β. «συγγενεῑς ὁμιλίαι» — οι μεταξύ συγγενών σχέσεις, Ευρ.γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — συσχετισμός μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων, Αριστοτ.)3. σαρκική μίξη, συνουσία4. εξάσκηση («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει κανείς κάτι με την εξάσκηση, Ιπποκρ.)5. (για πράγμα) συνηθισμένη χρήση («ἡ πλείστη ὁμιλία τοῡ ὀνόματος», Επίκ.)6. σύλλογος, εταιρεία («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», Ηρόδ.)7. (με περλπτ. σημ.) συνάθροιση, συγκέντρωση («ἀδελφῶν ἡ παροῡσ' ὁμιλία», Ευρ.)8. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὁμιλίαιτίτλος έργου τού Κριτίου9. φρ. α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (Ευρ.)β) «ἡ καθ' ἡμᾱς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία» — ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος μας (Θουκ.)γ) «χθονὸς ὁμιλία» — αγάπη προς την πατρίδα (Ευρ.)δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την πειθώ, με τα λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος. Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη τών λ. ὁμιλία, ὁμιλῶ από τη σημ. τού ὅμιλος «συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων» στη σημ. «συνδιαλέγομαι, μιλώ, συζητώ» από τη χριστιανική εποχή και ύστερα].
Dictionary of Greek. 2013.